στιχομυθώ

στιχομυθώ
-έω, Α
διαλέγομαι με στίχους («στιχομυθεῑν δὲ ἔλεγον, τὸ παρ' ἔν ἰαμβεῑον ἀντιλέγειν καὶ τὸ πρᾱγμα στιχομυθίαν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -μυθῶ (< μῦθος «λόγος»), πρβλ. ἀερο-μυθῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στιχομυθία — η, ΝΑ [στιχομυθῶ] (στο αρχ. δράμα) διάλογος που γινόταν κυρίως με ημίστιχα, μονόστιχα ή δίστιχα νεοελλ. 1. ζωηρός διάλογος σύντομης χρονικής διάρκειας 2. (γενικά) σύντομος διάλογος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”